ολομερώς

ολομερώς
(Α ὁλομερῶς)
επίρρ. βλ. ολομερής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁλομερῶς — ὁλομερής in entire parts adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολομερής — ές (Α ὁλομερής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος αρχ. αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. επίρρ... ολομερώς (Α ὁλομερῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”